Στον παραθαλάσσιο οικισμό Παντοκράτορας – μόλις ένα χιλιόμετρο δυτικά της Πρέβεζας – δεσπόζει ένα επιβλητικό πέτρινο φρούριο, εκεί όπου η ακτή στρέφεται προς το Ιόνιο πέλαγος. Ο σημερινός οικισμός, που ιδρύθηκε από πρόσφυγες μετά το 1922, πήρε το όνομά του από το κάστρο.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Σπύρο Αραβαντινό, το φρούριο βαφτίστηκε έτσι από έναν ναό του Παντοκράτορα που είχε χτιστεί στο ίδιο σημείο επί γαλλικής κατοχής – αρκετά πριν ανεγερθεί το οχυρό. Οι Ευρωπαίοι το αποκαλούσαν «Βενετσιάνικο κάστρο», ενώ οι Οθωμανοί το έλεγαν «Ούτς Καλέ» (τουρκικά για «σύνορο»), δείχνοντας τη σημασία του ως προμεθόριο της αυτοκρατορίας τους.
Το κάστρο οικοδομήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Αλή Πασά βάσει σχεδίων ενός Γάλλου μηχανικού. Η θέση του ήταν στρατηγική, καθώς επέτρεπε τον απόλυτο έλεγχο της εισόδου του Αμβρακικού κόλπου και της θαλάσσιας πρόσβασης προς την πόλη.
Έχει σχήμα σχεδόν κανονικού πενταγώνου, με ψηλά πέτρινα τείχη που περικλείουν μια ευρύχωρη εσωτερική αυλή. Γύρω από το οχυρό υπήρχαν διπλές τάφροι για προστασία: μια υδάτινη προς τη θάλασσα και μια ξηρά προς την ενδοχώρα. Επιπλέον, ένας προμαχώνας προέβαλε μέσα στο κύμα. Η κύρια πύλη στο βόρειο τείχος προστατευόταν από μια ξύλινη κινητή γέφυρα που υψωνόταν όταν χρειαζόταν.
Μέσα στο κάστρο, στη νότια πτέρυγά του, στέκει ακόμη ένα μικρό πέτρινο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων – ήσυχο απομεινάρι πίστης μέσα στην παλιά οχύρωση. Στα σχεδόν διακόσια χρόνια ύπαρξής του, το φρούριο άλλαξε πολλούς ρόλους.
Υπηρέτησε ως οθωμανικό προπύργιο και, σε νεότερες εποχές, λειτούργησε ως φυλακή του ελληνικού κράτους. Σήμερα, αντί για κανόνια, τα τείχη του φιλοξενούν πολιτιστικές εκδηλώσεις και συναυλίες κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό. Καθώς ο ήλιος δύει στο Ιόνιο, μια βόλτα στα τείχη του Παντοκράτορα μοιάζει με ταξίδι στον χρόνο, με το θαλασσινό αεράκι να ψιθυρίζει ιστορίες του παρελθόντος.